- πεζεβέγκης
- ο(λ. τουρκ.), αυτός που εκδίδει τη γυναίκα του για χρήματα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
πεζεβέγκης — και πεζεβέντης και πεζεβένης, ο, θηλ. α και ισσα βλ. μπεζεβέγκης … Dictionary of Greek
μπεζεβέγκης — και μπεζεβένης και πεζεβέγκης, ο, θηλ. ισσα (Μ. μπεζεβέγκης, θηλ. μπεζεβέγκισσα) μαστροπός, ρουφιάνος νεοελ. αχρείος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. pezevenk] … Dictionary of Greek
pezevenghi — PEZEVÉNGHI s.m. v. pezevenchi. Trimis de oprocopiuc, 13.09.2007. Sursa: DEX 98 pezevénghi (pezevénghi), s.m. – Codoş, şarlatan, pungaş. – var. pezevenchiu. tc. pezevenk › per. pῑsāhäng ghid (Şeineanu, II, 295; Lokotsch 1658), cf. ngr.… … Dicționar Român